- ποιοῦμαι
- ποιέωmakepres ind mp 1st sg (attic epic doric)ποιόωmake of a certain qualitypres ind mp 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ποιώ — (I) ποιῶ, έω, ΝΜΑ, αιολ. τ. πόημι, δωρ. τ. ποιFέω, αττ. τ. ποῶ, Α 1. δημιουργώ, δίνω ύπαρξη σε κάτι (α. «ὁ πάλαι ἐξ οὐδενὸς ποιήσας τὰ σύμπαντα», Μηναί. β. «ἐν ἀρχῇ ἐποίησεν ὁ Θεὸς τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν», ΠΔ γ. «χρύσεον μὲν πρώτιστα γένος… … Dictionary of Greek
κοιλοποιούμαι — κοιλοποιοῡμαι, έομαι (Α) πάπ. (για πληρωμές) δίνω προθεσμία, αναβολή. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοῖλος + ποιοῦμαι (< ποιός < ποιῶ), πρβλ. απομυθο ποιούμαι, ιδιο ποιούμαι (πρβλ. και τη σημ. τού κοιλαίνω «δίνω προθεσμία για πληρωμή»)] … Dictionary of Greek
εκποδών — ἐκποδών (AM) επίρρ. 1. έξω από τα πόδια τών άλλων, μακριά απο τους άλλους («ἐκποδὼν διατρίβω, ἵσταμαι κ.λπ.») 2. έξω απ τα πόδια κάποιου, μακριά από κάποιον, χωρίς να ενοχλείται κάποιος («ἐκποδὼν χωρήσομαι Ἑκάβῃ», «ἐκποδὼν... τοῡδ ἔχων… … Dictionary of Greek
ενθύμιο — το (Α ως επίθ. ἐνθύμιος, ον) [θυμός] νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το ενθύμιο αντικείμενο που ανακαλεί κάτι στη μνήμη κάποιου, κάθε πράγμα που μάς υπενθυμίζει κάτι, ενθύμημα, θυμητάρι, θυμητικό («ενθύμιο φιλίας») μσν. το θηλ. ως ουσ. ἡ ἐνθύμιος… … Dictionary of Greek
πίστη — η / πίστις, εως, ΝΜΑ, ιων. τ. γεν. ιος, Α 1. η αφηρημένη έννοια τού πιστεύω, η παραδοχή ενός πράγματος ως αληθινού, εμπιστοσύνη 2. η υποκειμενική βεβαιότητα σχετικά με ένα πράγμα ή μια κατάσταση 3. η εμπορική υπόληψη, το να θεωρεί κανείς ότι… … Dictionary of Greek
πλείων — πλείον και πλέων, πλέον, ΝΜΑ / πλείων, πλεῑον, αιολ. και δωρ. τ. αρσ. πλήων, αττ. συνηρ. τ. ουδ. πλεῑν και κρητ. τ. πλίον και ιων. τ. πλεῡν και αρκαδ. τ. πλός, Α (ως συγκριτ. βαθμός τού επιθ. πολύς) 1. (σχετικά με ποσότητα, μέγεθος, έκταση και… … Dictionary of Greek
πρόσταξη — η / πρόσταξις, άξεως, ΝΜΑ [προστάσσω] διαταγή, προσταγή αρχ. 1. πρόσθετη τοποθέτηση ενός πράγματος σε ένα άλλο 2. τοποθέτηση πρόσθετων στρατευμάτων στη φάλαγγα 3. φρ. α) «πρόσταξιν ποιοῡμαι» α) προστάζω β) (στην Αθήνα) απαιτώ ορισμένο αριθμό… … Dictionary of Greek
φυλακή — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 100 μ.), στην πρώην επαρχία Αποκορώνου, του νομού Χανίων. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (4 τ. χλμ.), στον οποίο ανήκει και άλλος ένας οικισμός, τα Δράμια (υψόμ. 50 μ.). * * * η, ΝΜΑ, και ιδιωμ. τ. φλακή Ν [φύλαξ, ακος]… … Dictionary of Greek
оживлѧтисѧ — ОЖИВЛѦ|ТИСѦ (5*), ЮСѦ, ѤТЬСѦ гл. Оживать, делаться живым: мьртвыихъ отълѹчающесѧ дѣлъ. оживлѧѥмъсѧ. (ζωοποιού μεϑα) КЕ XII, 39б; аще ѿ мр҃твыхъ дѣлъ оживлѧють(с) МПр XIV2, 7 об.; вчера ѹмро(х) с ни(м). оживлѧюсѧ днь(с) с ни(м). (συζωο ποιοῦμαι)… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
VIA — I. VIA Hispaniae Tarraconens. fluv. Ptolem. vulgo Avia, per Callaicos in Minium defluit. II. VIA Mauritaniae Caesareensis urbs, Ptolem. III. VIA ius est eundi, agendi, et ambulandi hominis: nam iter et actum via in se continet. Has primi… … Hofmann J. Lexicon universale